ἀκροβολῶ

ἀκροβολῶ
ἀκροβολέω
throw
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀκροβολέω
throw
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακροβολώ — (Α ἀκροβολῶ, έω) [ἀκροβόλος] νεοελλ. ρίχνω αραιούς και ακανόνιστους πυροβολισμούς πριν από την έναρξη τής μάχης, βολιδοσκοπώ 1. αρχ. ακοντίζω και γενικά ρίχνω από μακριά …   Dictionary of Greek

  • ακροβόλος — ἀκροβόλος, ον (Α) ο ακροβολιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + βόλος < βάλλω. ΠΑΡ. ἀκροβολῶ] …   Dictionary of Greek

  • ακρόβολος — ἀκρόβολος, ον (Α) αυτός που χτυπήθηκε στην κορυφή από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + βόλος < βάλλω. ΠΑΡ. ἀκροβολίζομαι, ἀκροβολῶ αρχ. ἀκροβολία (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”